- στενωπή
- η, ΝΑστενωπόςνεοελλ.μικρή οπή σε μαύρο μεταλλικό έλασμα ή χαρτόνι, που εφαρμόζεται στη θέση τού φακού φωτογραφικής μηχανής και μπορεί να τόν αντικαταστήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. στενωπός, -ή, -όν].
Dictionary of Greek. 2013.